- παραφωνάζω
- παραφώναξα, φωνάζω υπερβολικά: Μην παραφωνάζεις και δε με φοβίζεις εμένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραφωνάζω — φωνάζω κάτι πολύ δυνατά, φωνάζω υπερβολικά … Dictionary of Greek